τρύφακτος
Look at other dictionaries:
τρύφακτος — ον, Α δρύφακτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δρύφακτος με προληπτική αφομοίωση τού δ σε τ ] … Dictionary of Greek
τρύφακτος — ον, Α δρύφακτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δρύφακτος με προληπτική αφομοίωση τού δ σε τ ] … Dictionary of Greek